καύτρα (τσιγάρου)

καύτρα (τσιγάρου)
догорче

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καύτρα — η το απανθρακωμένο άκρο της θρυαλλίδας ή το καιόμενο άκρο του τσιγάρου: Μ έκαψε η καύτρα του τσιγάρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάφτρα — και καύτρα, η 1. η αναμμένη άκρη τού τσιγάρου 2. η απανθρακωμένη άκρη τού φιτιλιού 3. στάχτη που δεν είναι τελείως σβησμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάφ (πρβλ. κάφτω) + κατάλ. τρα (πρβλ. άφ τρα, κόφ τρα). Ο τ. καύτρα < θ. καυ (πρβλ. καύ σω, μέλλ. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”